ανέμπιστος

ανέμπιστος
η , ο недоверчивый, подозрительный;
мнительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανέμπιστος" в других словарях:

  • ανέμπιστος — η, ο αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, καχύποπτος: Άνθρωπος ανέμπιστος καθώς ήταν, του κανε ένα σωρό ερωτήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέμπιστος — η, ο όποιος δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, ο καχύποπτος …   Dictionary of Greek

  • φιλύποπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που εύκολα ή διαρκώς υποπτεύεται τους άλλους, καχύποπτος, δύσπιστος, ανέμπιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»